- ενεργούμενο(ν)
- το послушное, слепое орудие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενεργούμενο — το άνθρωπος που ενεργεί σαν άβουλο όργανο άλλου, που υπακούει τυφλά σε άλλους, ανδρείκελο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) … Dictionary of Greek
ενεργώ — ενέργησα, ενεργήθηκα, ενεργημένος, μτβ. 1. βρίσκομαι, είμαι σε ενέργεια, σε δράση, αναπτύσσω δραστηριότητα: Ενεργώ να πάρω δάνειο. 2. διενεργώ κάτι, το εκτελώ, το πραγματοποιώ: Ενεργούνται ανακρίσεις. 3. κάνω ό,τι πρέπει για σωστή διεκπεραίωση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)